Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Κάτοικος Λευκάδας, οδός Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Γέρος πια. Έχει καιρό αρχίσει να τα χάνει μου είπαν. Ξεχνά κάποτε και τα ονόματα των δικών του. Όποτε κάνει να ξεμυτίσει απ' το σπίτι, θα δεις πάντοτε στο τσεπάκι του πουκαμίσου του μια ταυτότητα κι ένα χαρτάκι που γράφει διευθύνσεις και τηλέφωνα, μη και οδηγήσουν αλλού τα βήματά του αυτό το άγνωστο κορμί που ξέμεινε απ' τα χρόνια.
"Πώς γίνεται κόρη μου να είμαι 83 αφού γεννήθηκα το 1927; ", ρωτούν τα μάτια του με την απορία μικρού παιδιού.

Και ξαφνικά, σαν να πετάγονται οι στίχοι από κάποιον λησμονημένο κόσμο, μακρινό και τόσο δικό του, κι η φωνή του να μαζεύει όλα τα αποθέματα ζωντάνιας για να απαγγείλει:
" «Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο "...
Και στα δικά σου έκπληκτα μάτια, τα σαστισμένα από μια τέτοια επίδειξη μνήμης πολύστιχου ποιήματος του Βαλαωρίτη, θα απαντήσει με την απλότητα όλου του κόσμου, "πρέπει να θυμάμαι κόρη μου κατά που πέφτει το σπίτι μου."

"Ο βράχος και το κύμα".
Το κύμα της καρδιάς νικά το βράχο του μυαλού.