Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

διάλογος υπό βροχήν

-Σε κάθε τόπο βρέχει διαφορετικά.
-Ναι, αλλά για τον ίδιο σκοπό.
-Η βροχή δεν είναι για όλους. Είναι για κείνους που κρύβονται στον ήχο της. Της εμπιστευόμαστε μυστικά, νομίζοντας πως ο κόσμος δεν ακούει παρά το δικό της τραγούδι κάθε φορά.
-Μέσα της βρέχει ποτέ, όπως σ' εμάς; Ή το ξέσπασμα που της ζητάμε την αναλώνει σε μια εξωστρέφεια που δεν τη θέλει;
-Αυθύπαρκτη η βροχή, έρχεται απρόβλεπτα να σε κρατήσει στη γη με το βάρος της.
-Κι αν κάνεις να πιαστείς απ' το σώμα της και ν' ανέβεις;
-Θα γίνεις ένα και θα' ρχεσαι μαζί της, καταδικασμένη να μου χτυπάς το τζάμι, γλυκά κι επίμονα, πετραδάκι και χάδι.
-Κι εσύ θα γράφεις με τα χνώτα σου πάνω μου, να μου υπενθυμίζεις να "έρχομαι ξυπόλητη";
-"Κι όλο πίσω από τζάμια..."
-Δεν υπάρχει σώμα πιιο γυμνό απ' τη βροχή...

"Έρχεται η βροχή ξυπόλητη κι όλο πίσω από τζάμια."
Μ. Γκανάς

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Φιλιόμαστε Τώρα Μαζί Πεθαμένοι

"Για ιδέστε αυτό τ' αντρόγυνο
το πολυαγαπημένο
Που δε φιλήθκε ζωντανό
φιλιέται αποθαμένο"

. . .

"Ο ΛΑΙΜΟΣ
(και ζούσαμε ζούσαμε ζούσαμε ζούσαμε)

Ξέρω δεν γίνεται.
Ξέρω δεν γίνεται, αλλά να γινόταν...
Σκεφτόμουν να του φιλούσα τώρα τον λαιμό...
Και πέθανε!

Κι ανοίγει τα μάτια, αλλά
νεκρός. Και λέει ότι μ' αγαπά!
Το είπε.

Αλλά νεκρός.

Αφίλητος και
γρήγορα έλιωνε μπροστά μου.
Λέω να θυμηθώ...
Πώς ανασταίνονται οι νεκροί.
Και γρήγορα.
Γιατί από μπροστά μου λιώνει. Να θυμηθώ.
Ποιό μέρος του σώματός τους ακουμπάς
και ανασταίνονται

Τα ακουμπάω όλα μήπως και.
Τα ακούμπησα όλα.
Αλλά πεθαμένος συνεχώς.

(Όχι τον λαιμό, τον λαιμό του εγώ
δεν τον ακούμπησα)

Κλείνω κι εγώ τα μάτια.

Και επιθύμησα.
Να επιθυμήσει. Να με φιλήσει στον λαιμό κι αυτός. Λέω

Να μου φιλούσε τώρα τον λαιμό μου...
Να το επιθυμούσε. (Κλείνω...
Τα Μάτια... Πέφτω)

κι εγώ νεκρός

Ώστε γίνεται...
Το ξέρω πια ο τυχερός, αφού
Φιλιόμαστε Τώρα Μαζί Πεθαμένοι.

φιλιόμαστε.
τώρα μαζί πεθαμένοι.
φιλιόμαστε τώρα.
μαζί πεθαμένοι.
φιλιόμαστε τώρα μαζί.
πεθαμένοι.

Στον λαιμό.

(Και
δεν ζούμε δεν ζούμε δεν ζούμε δεν ζούμε) "

Πέφτω πάνω στο ποίημα αυτό του Βασίλη Αμανατίδη. Θα μπορούσε να' ναι η φωνή της Μαριγώς. Πρώτη σκέψη πάλι: ανεκπλήρωτο. Έρωτας τέτοιος που θανατώνει για να εκπληρωθεί.
Τα λόγια φίλου: "-Τόσοι θάνατοι, δε φοβάμαι κι άλλον ένα." Κι η απάντηση δική μου: "Τόσοι θάνατοι, πονάει κι άλλος ένας." Θα μπορούσε να' ναι κι η φωνή μου. Τελευταία σκέψη πάλι: Τόσα ανεκπλήρωτα, ποιός θάνατος θα τα εκπληρώσει;