"...και καθώς δεν επέφτανε τα τείχη
να φύγουμε είπες κι όπου μας βγάλει η τύχη..."
Κοίταξε.
Δεν έφτασε η ματιά πέρα απ' τον δικό του δρόμο.
Πτώση.
Περπατώντας επέστρεφε διαρκώς η εικόνα του.
Δίπλα μου, να τρέχει ακίνητος.
Σ'αυτή την πόλη, όλοι τρέχουν ακίνητοι, σαν τον δρομέα.
Άγαλμα, λέει, "εφ' ώ τις αγάλλεται"...
Ποιός αγάλλεται όταν βλέπει έναν χρόνο καρφωμένο;
Σαν αποτύπωση του πετάγματος, θα μου πεις, όταν τα φτερά συμφωνούν με τον αέρα εμπιστευτικά ο ένας να κρατάει τον άλλο...
Μόνο που τα φτερά του δρομέα κόβουν σαν γυαλί και σχίζουν τον αέρα, βέλη παρά φτερά.
Μόνο που κι ο χρόνος θυμάται, ακόμη κι ο πιο βιαστικός, τι πληγή μπορεί ν' αφήσει.
Άγαλμα, λέω, "εφ' ώ ουδείς αγάλλεται"...
ΥΓ: "Ωδή σ'έναν δρομέα ημιαντοχής", Αλκαίος, Μικρούτσικος
Μου το είχαν αφιερώσει μια φορά γιατί υπερασπιζόμουν το δικαίωμα σ'εκείνο το "παραμυθάκι" :)
Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
"Ποιός αγάλλεται όταν βλέπει έναν χρόνο καρφωμένο;"
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι είναι καθότι ο χρόνος γι'αυτό φτιάχτηκε, το σήμερα είναι ήδη χτες... άσε που ο ίδιος είναι άχρονος!
Σε "πιάνει" η Αθήνα βλέπω!
"παραμυθάκι μου ακριβό,
βαλκανικά σε χαιρετώ."
(από την "Ωδή" σου)